Βρισκόμουν τις τελευταίες μέρες για εργασία στη Θεσσαλονίκη. Είχα ξεχάσει τον Αύγουστο στην πόλη, καθώς αρκετά από τα τελευταία καλοκαίρια αποφεύγω τον αχό της και τον καύσωνά της σαν το διάολο το λιβάνι. Την κατάσταση δυσχεραίνει το φαινόμενο της θερμικής νησίδας, δηλαδή η υψηλή θερμοκρασία και μετά τη δύση του ηλίου, γιατί τα τσιμέντα, η άσφαλτος και όλα τα θερμοπροβληματικά υλικά με τα οποία επενδύσαμε το περιβάλλον της Ελληνικής πόλης τον περασμένο αιώνα, εκπέμπουν ακόμη τη ζέστη της μέρας. Έτσι, διαλέγω νυχτερινές ώρες, από τη 10η μετά μεσημβρίας και πέρα για τις νυχτερινές μου βόλτες.
Ακόμη και το παραθαλάσσιο μέτωπο δεν ήταν αρκετό για να προσφέρει δροσιά. Η άπνοια, σε συνδυασμό με την υγρασία και η εναλλαγή ορισμένων παροδικών θερμών ρευμάτων με ακόμη πιο θερμές εκπνοές αέρα, έδινε στο Θερμαϊκό μια αύρα Ινδικού ωκεανού. Μες στην παραζάλη μου η νωχελική παρουσία κάποιων μελαψών πλανόδιων πωλητών, μου δίναν κάποιες στιγμές την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμουν στην Καλκούτα.
Στον αντίποδα, δεν έζεχνε η θάλασσα βοθρολύματα. Οι κάδοι σκουπιδιών δεν υπερχείλιζαν, απόδειξη της απουσίας της έντονης ανθρώπινης δραστηριότητας. Η παραλία, σχεδόν άδεια, έρημη, ήσυχη, μια σπάνια εναλλαγή από την πολύβουη εικόνα της, απόδειξη της μαζικής φυγής των Θεσσαλονικέων εκτός αυτής. Και αυτή είναι η ομορφιά της τέτοιες Αυγουστιάτικες μέρες. Κάπως έτσι, με ελαφρά περιβολή, μπουκαλάκια με νερό ανά χείρας απολάμβανα το νυχτερινό σουλάτσο μου, σαν το Ρένο Χαραλαμπίδη, δίχως την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους στα “Φτηνά Τσιγάρα”. Είμαι κι εγώ όμως συλλέκτης στιγμών. Αυτές μοιράζομαι μαζί σας.
Πλανόδιοι μουσικοί, από αυτούς που κάποτε βάλθηκε να κυνηγήσει η αστυνομία, για διαφυγόντα κέρδη, προσωποποιώντας τον παραλογισμό προτεραιοτήτων της Ελληνικής Διοίκησης, γλύκαιναν τη νύχτα, με ένα ρεπερτόριο που σπάνια θα απολαύσει κανείς σε φεστιβάλ ή ζωντανές συναυλίες. Αν και τα πόστα τους, απείχαν μισό χιλιόμετρο αναμεταξύ τους, είχαν διανθίσει ρεπερτόρια με επιλογές που έδεναν αρμονικά μεταξύ τους: Cranberries, Smiths, Who, Smashing Pumpkins.
Ξεδιάλεξα τη φωνή ενός μισοξεχασμένου αηδονιού, σα νανούρισμα της παιδικής ηλικίας που ερμήνευε μια δημιουργία του Prince. Πρέπει να είχα ακούσει την κοπελίτσα για πρώτη φορά στα τελειώματα της απαγόρευσης κυκλοφορίας λόγω κορωνοϊού. Εκεί που είχε χαλαρώσει ο έλεγχος των κυκλοφορούντων, γιατί όλοι έβγαζαν το σκύλο βόλτα ή “αθλούνταν”, ενώ η αστυνομία είχε αποδειχθεί ελλιπής στο να επιβάλλει το νόμο χωρίς ακρότητες, δηλαδή χωρίς να δέρνει νοικοκυραίους σε κοινή θέα. Ήταν όπως τη θυμόμουν. Σα να μην πέρασε μια μέρα. Φωνή μελωδική, γλυκιά, διακριτική, με την κιθάρα ίσα που να ακούγεται μέσα από τον ενισχυτή σε χαμηλά ντεσιμπέλ. Μάγεψε και εμένα και τους περαστικούς, που κοντοστέκονταν, για να χαζέψουν, να κάνουν ησυχία για να την ακούσουν. Ξέχασα για λίγο τα βάσανα της καθημερινότητας, τις στενόχωρες ειδήσεις για κάποια δασική πυρκαγιά, τις δολοφονίες του αστυνομικού δελτίου ή τις εκφράσεις του θεριεμένου χουλιγκανισμού. Ρούφηξα ευχαριστημένος τις νότες της και έκλεισα τα μάτια μου για να απολαύσω τη στιγμή. Είχα ακούσει κάποτε από κάποιον ότι είχε δοκιμάσει την τύχη της σε τηλεπαιχνίδι μουσικών ταλέντων. Δεν την εκτίμησαν. Ευτυχώς κιόλας. Δεν τραγουδούν μες στα κλουβιά τα αηδόνια.
Κάποιοι περαστικοί πλησίασαν τη θήκη της κιθάρας για να συνεισφέρουν τον οβολό τους. Ταγμένη στο τραγούδι της, συνέχισε αδιάκοπα, για να μη χάσει κάποια νότα από την ερμηνεία της και τους χαμογέλασε με τα μάτια. Τους μιμήθηκα και εγώ, στο διάλειμμα μεταξύ τραγουδιών και με ευχαρίστησε, χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά και ταπεινά. Τελικά, πόσο σημαντικό είναι και πόσο σε ευχαριστεί όταν ένας άνθρωπος διατηρεί εκείνα τα στοιχεία που εκτίμησες απάνω του στο πέρασμα του χρόνου…
Η συγκεκριμένη αοιδός είναι πολύτιμη για το κοινωνικό σύνολο, έστω για τους περαστικούς, γιατί από το μετερίζι της είναι μια αξιόπιστη πηγή ευδαιμονίας για τους ακροατές της, ένα σταθερό σημείο αναφοράς της παραλίας, αντιστάθμισμα και αληθινό ρόδο απέναντι από τον κατάξερο ομώνυμο κήπο του δήμου. Να είναι γερή, να μας γλυκαίνει και να μας ταξιδεύει.
Πρόσφατα σχόλια