Επέστρεφε σπίτι, με τις μπαταρίες αδειανές μετά τη δουλειά, εξουθενωμένος, όντας για μια ακόμη μέρα γρανάζι μιας σκάρτης μηχανής. Για πόσο καιρό θα ήταν λειτουργικός ακόμη; Πλέον ούτε αυτό τον ανησυχούσε ιδιαίτερα, μέσα στο γενικό κλίμα απαισιοδοξίας. Μια μέρα, πιστό αντίγραφο με τις άλλες. Οκτάωρο ή και λίγο παραπάνω – γιατί έπεσε λίγη περισσή εργασία. Ένα πιάτο φαΐ – που είτε ήταν θρεπτικό είτε όχι, ήταν άνοστο χωρίς παρέα και σίγουρα όχι αντάξιο ενός μάστερ σεφ ή αντίστοιχου τηλεπαιχνιδιού. Για επιδόρπιο, ένα δελτίο ημέρας με ανώνυμα στατιστικά. Άνεργοι, λαμβάνοντες επίδομα, άστεγοι, νοσηλείες, εισαγωγές σε ΜΕΘ, νεκροί ημέρας. Μετά από λίγο καιρό η επανάληψή τους, τον είχε καταστήσει περισσότερο απαθή. Αρκεί να μην ήταν κάποιος δικός του μέρος της στατιστικής. Μπορεί να είχε καιρό να τους δει, να τους αγκαλιάσει, αλλά ήταν καθησυχαστικό να ξέρει ότι αντέχαν και εκείνοι, έστω και απομονωμένοι.
Η τηλεόραση έπαιζε το σύνηθες τουρλού μίγμα απαισιοδοξίας, προπαγάνδας και υπευθυνότητας. «Ατομική ευθύνη. Καταναλώστε υπεύθυνα. Στηρίξτε την οικονομία. Στηρίξτε μας, αλλιώς το χάος. Κοιτάτε τη δουλειά σας», ήταν η κατακλείδα. Όποιο κανάλι και να γυρνούσε μια από τα ίδια: Ανεργία, πορείες, καταστολή, μπάχαλο στις πλατείες, κρυφά πάρτι (το γέλιο όπου να ‘ναι θα ποινικοποιούνταν), παράνομη επιχειρηματική λειτουργία και διαφεύγοντα κέρδη, εχθροί από το εξωτερικό, γαρνιρισμένη με διχόνοια (πως να λείπει από την επέτειο των 200 ετών από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους;), οργίλοι πολιτικοί, φωνακλάδες εκπρόσωποι επιδίδονταν στο ημερήσιο τελετουργικό σόου στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Ήπιε ένα ποτηράκι αλκοόλ μπας και πήγαιναν κάτω τα φαρμάκια και είπε να κλείσει για λίγο τα μάτια, να ξαποστάσει, μπας και προλάβει να πεταχτεί μια βόλτα, να πάρει λίγο αέρα (όσο του επέτρεπε η μάσκα) και να ατενίσει το δειλινό – όσο το προλάβει…
Πετάχτηκε από τον καναπέ που είχε λουφάξει, ανήσυχος, κάθιδρος, χλωμός και αρρωστημένος από τον σύντομο εφιάλτη: Είτε η κακή διάθεση, το βαρύ στομάχι είτε το ποτό…
Ονειρεύτηκε μια τεχνολογική δυστοπία. Ένα δυσώδη, βρωμερό πλανήτη, τον τρίτο στο ηλιακό του σύστημα, με τις απέραντες βιομηχανικές μονάδες να ‘χουν μαυρίσει τον ουρανό, να έχουν κρύψει τον ήλιο με το μέγεθός τους, να ‘χουν αλλάξει το κλίμα, να ‘χουν μολύνει το περιβάλλον και να ‘χουν αρρωστήσει τους ανθρώπους των μεγαπόλεων. Οι άνθρωποι ελεούσαν για ένα μεροκάματο κι όποτε σήκωναν κεφάλι, η βαριά μπότα του δυνάστη ήταν εκεί για να τους θυμίζει ότι ήταν σκουλήκια. Κάπου το ήξερε αυτό το όνειρο, σκέφτηκε μες στην παραζάλη του. Είχε διαβάσει παλιά για αυτό σε ένα μυθιστόρημα, για έναν άνυδρο πλανήτη ή είχε δει για αυτό σε μια παλιά ταινία. Δεν ήταν οποιαδήποτε βιομηχανική δυστοπία. Δεν του ήταν άγνωστος ο τύραννος. Δεν ήταν οποιοσδήποτε πλανήτης. Ήταν ο Giedi Prime, η κοιτίδα του οίκου των Χαρκόννεν.
Άλλο και τούτο. Πως του ‘ρθε το λογοτεχνικό έργο του Φρανκ Χέρμπερτ στα καλά καθούμενα; Έτριψε τα μάτια του. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Και καθώς έβλεπε ακόμη τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου να βάφουν ροδόχρυσα τα σύννεφα έξω από το παράθυρο, άρπαξε το φωτογραφικό φακό, ντύθηκε γρήγορα, έστειλε μήνυμα εξόδου και έτρεξε έξω από το σπίτι για να προλάβει το δειλινό, για να ξεχαστεί… Να ξορκίσει και το κακό το όνειρο.
Ίσα που πρόφτασε στην παραλία, την ώρα που ένας αδύναμος ήλιος βασίλευε και έδινε τη θέση του στο κρύο και στην υγρασία. Εστίασε, μεγέθυνε και μειδίασε πικρά, «θαυμάζοντας» την τεχνολογική πρόοδο του ανθρώπινου είδους που ύψωσε τεχνουργήματα τόσο ψηλά, που σκίαζαν ακόμη και τον ήλιο, αφήνοντας τη σιλουέτα τους να διαγραφεί περήφανα στο δειλινό.
Μαρ 13 2021
Πρόσφατα σχόλια