Ολογάλαζη η θάλασσα άστραφτε και παιγνίδιζε κι έφτανε γλώσσες γλωσσίτσες στα πόδια του, το ράντιζε με τον αφρό της, του κελαηδούσε μυστικά και μπιστεμένα:
– Έλα, Έλα, να σε πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ’ αναστήσω μ’ ένα μου φίλημα. Τι κάθεσαι άψυχο ξύλο και βάρυπνο; Δε βαρέθηκες του δάσου τη νάρκη και την άβουλη ζωή; Ντροπή σου! Έβγα να παλέψεις με το κύμα· όρμησε στηθάτο να κουρελιάσεις τον άνεμο. Έλα να γίνεις ζήλια της φάλαινας, σύντροφος στο δελφίνι, του γλάρου ανάπαψη, τραγούδι των ναυτών, καύχημα του καπετάνιου σου. Έλα, χρυσό μου, Έλα!…
(απόσπασμα από τη «Θάλασσα» από τη συλλογή διηγημάτων «Λόγια της Πλώρης» του Ανδρέα Καρκαβίτσα)
Νοέ 29 2020
Πρόσφατα σχόλια