Ήταν μία καλή μέρα, με τον ουρανό αίθριο και καθαρό και τον ήλιο λαμπερό, γεγονός αρκετά σπάνιο για ένα χειμωνιάτικο πρωινό του Λονδίνου. Κατά τα άλλα, τα πάντα κυλούσαν φυσιολογικά ως συνήθως. Ο υπόγειος σταθμός του μετρό έσφυζε από κίνηση από νωρίς, καθώς οι άνθρωποι συνωστίζονταν για να πάνε στις δουλειές τους. Ένας ψηλός, νεαρός άντρας με ακριβό επίσημο κοστούμι, βγαλμένος από διαφήμιση μόδας περιοδικού για γιάπηδες, διάβαζε με έκδηλη υπερηφάνεια τους “Φαινάνσιαλ Τάιμς”, την οικονομική εφημερίδα με τα τελευταία νέα του χρηματιστηρίου, ενώ περίμενε στην στάση για τον επόμενο συρμό του μετρό. Λίγα μέτρα μακριά ένας κοντόχοντρος, ηλικιωμένος πωλητής κοιτούσε με το έντονο βλέμμα του, συνοφρυωμένος, όποιον ύποπτο πλησίαζε την πραμάτεια του πάγκου του. Ένας καλοξυρισμένος αστυνομικός, καθαρός και ατσαλάκωτος μέσα στην σιδερωμένη στολή του, βάδιζε μπρος – πίσω στην πλατφόρμα επιβίβασης / αποβίβασης του σταθμού. Κάθε λίγο και λιγάκι ήλεγχε τη θέση του κλομπ του στη ζώνη του και ίσιωνε το πηλίκιό του, σαν να έπαιρνε αυτοπεποίθηση και κύρος με την άψογη εμφάνισή του. Φαινόταν ευχαριστημένος που δε συνέβαινε κάτι ασυνήθιστο και όχι χωρίς λόγο. Δε χρειαζόταν να ανησυχεί για τον χειρισμό δύσκολων καταστάσεων, η σκέψη των οποίων και μόνο τον άγχωναν και κλόνιζαν την αυτοπεποίθησή του. Τίποτε σε εκείνο το πρωινό δεν προϊδέαζε για το χάος και τον όλεθρο που θα ακολουθούσαν σε λίγα μόνο λεπτά.
Από τα μεγάφωνα του σταθμού μία γυναικεία φωνή ανακοίνωνε σε λιτό, τυπικό τόνο την άφιξη της αμαξοστοιχίας Νο. 3, που κατευθυνόταν προς το κέντρο της πόλης. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ο γνώριμος συριγμός του προσεγγίζοντος συρμού, έρχονταν από τη σήραγγα. Η αμαξοστοιχία σταμάτησε στη μέση της πλατφόρμας και άνοιξε τις κόκκινες διπλές πόρτες από αλουμίνιο για να υποδεχθεί τους επιβάτες. Καθώς άνθρωποι μπαινόβγαιναν στα βαγόνια βιαστικοί, ο νεαρός αστυνομικός παρακολουθούσε το ανθρώπινο κοπάδι και χασμουρήθηκε. Δεν πρόλαβε να κλείσει το στόμα και να ξεθολώσουν τα μάτια του από τα δάκρυα που του έφερε το χασμουρητό και στον προσωπικό του ασύρματο, ακούστηκε ένα σήμα κινδύνου:
«Προσοχή προς όλες τις μονάδες. Μία συμμορία ενόπλων μόλις λήστεψε τη Βασιλική Τράπεζα της Σκοτίας στην περιοχή του Πικαντίλλυ Σέρκους. Οι ύποπτοι είναι τέσσερις, βαριά οπλισμένοι και είναι επικίνδυνοι. Αν τους εντοπίσετε αναφέρατε τη θέση σας και αναμείνατε ενισχύσεις».
Για μία στιγμή ο νεαρός αστυφύλακας συνέχιζε να κοιτάει με αδειανό βλέμμα το πλήθος. Ένας εκκωφαντικός, ξερός κρότος – σαν πυροβολισμός τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Κοίταξε ψηλά την πινακίδα του σταθμού και τη διάβασε με δυσπιστία σαν να την έβλεπε πρώτη φορά: «Πικαντίλλυ Σέρκους». Από τις σκάλες πίσω του ακούστηκαν μερικές βρισιές, που κατόπιν τις ακολούθησαν κραυγές και οχλοβοή. Πριν προλάβει καλά – καλά να γυρίσει προς τις σκάλες, πόσο μάλλον να βρει κάλυψη, τέσσερις κουκουλοφόροι ένοπλοι ξεπήδησαν τρέχοντας από τις σκάλες προς την πλατφόρμα. Ένας από αυτούς κρατούσε προτεταμένο ένα ημιαυτόματο όπλο και οι άλλοι τρεις έφεραν κοντόκανες καραμπίνες. Στις πλάτες τους κρέμονταν ισάριθμα, παραγεμισμένα ταξιδιωτικά σακίδια. Ο νεαρός αστυφύλακας σε πλήρη σύγχυση και απελπισία, έτεινε και τα δυο χέρια του προς τη ζώνη του, χωρίς να έχει αποφασίσει ακόμη αν ήθελε να αρπάξει το υπηρεσιακό του περίστροφο ή τον ασύρματο. Ήταν πολύ αργός για να τραβήξει οτιδήποτε από τα δύο. Ο άντρας με το ημιαυτόματο, στη λαβή του οποίου αναγραφόταν κάποια γερμανική εταιρεία, δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Έχοντας γουρλώσει τα μαύρα μάτια του, άδειασε όλο το γεμιστήρα πάνω στο νεαρό, κάνοντάς τον κόσκινο από τις σφαίρες. Το “γουρούνι”, όπως θα τον αποκαλούσε ο ληστής, ξεψύχησε πριν καν πέσει βίαια πάνω στα μάρμαρα της πλατφόρμας. Στον αιφνιδιαστικά σύντομο απόηχο των πυροβολισμών, η αίθουσα γέμισε από τις κραυγές πανικού του ανάστατου πλήθους. Ο κόσμος ποδοπατούνταν. Άλλοι έτρεχαν προς τις σκάλες, άλλοι βούτηξαν μαζί με τον όχι πια και τόσο απότομο πωλητή πίσω από τον πάγκο με τις εφημερίδες, ενώ άλλοι, αλλόφρονες προσπαθούσαν να ριχτούν μέσα στα βαγόνια, που είχαν αρχίσει να κινούνται, καθώς έντρομος ο οδηγός είχε ξεκινήσει το συρμό.
Ένας από τους ληστές, που αν κάποιος εκείνη την στιγμή είχε την ψυχραιμία να τον παρακολουθήσει προσεκτικά, θα έβλεπε ότι επρόκειτο για κάποιο άτομο λεπτό, με καχεκτικό σχεδόν παρουσιαστικό, έκανε μηχανικά μερικά βήματα προς το συρμό. Μία σταθερή, ήρεμη φωνή όμως από πίσω του τον σταμάτησε. Ήταν ο αρχηγός της συμμορίας:
– «Άστους να επιβιβαστούν. Θα φύγουμε από την σήραγγα του υπογείου. Η αστυνομία θα μας ψάξει στο τρένο πιστεύοντας ότι χρειαζόμαστε ομήρους».
– «Είσαι σίγουρος Νηλ;», ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο νεαρός, δαγκώνοντας τα χείλη του, που αποκάλεσε με το όνομά του μες στον κόσμο τον αρχηγό του.
– «Βασίσου πάνω μου», απάντησε καθησυχαστικά ο άλλος, «… προς το παρόν τουλάχιστον», σκέφτηκε, χαμογελώντας χαιρέκακα μέσα από τη μάσκα του.
Περίπου δύο λεπτά μετά, μία ολιγάριθμη ομάδα αστυνομικών κατέβηκε αγκομαχώντας και ξεφυσώντας τις σκάλες.
– «Είδες από πού έφυγαν οι ληστές;», ρώτησε ένας από τους αξιωματικούς τον εφημεριδοπώλη ακουμπώντας με έναν αέρα αρχής και εξουσίας στον πάγκο του.
– «Θες να αγοράσεις κάποια εφημερίδα;», του απευθύνθηκε ψυχρά αυτός έχοντας επανακτήσει όχι μόνο τη σταθερότητα της φωνής του αλλά και την ξιπασιά του.
Εκνευρισμένος και ίσως και αηδιασμένος ο αξιωματικός, βλέποντας τη λίμνη αίματος γύρω από τον νεκρό συνάδελφό του, επανέλαβε την ερώτηση σε έναν ακριβοντυμένο, νεαρό κύριο που είχε κρυφτεί κάτω από τον πάγκο.
– «Κύριε μήπως είδατε προς τα πού κατευθύνθηκαν;»
– «Ναι», απάντησε προσπαθώντας να αποκαταστήσει και πάλι τη σιγουριά στη φωνή και να φανεί σημαντικός, παρότι είχε χάσει όλη τη δράση, όντας χωμένος κάπου μεταξύ της Financial Times και της 3ης σελίδας της Ντέηλυ Μίρρορ.
– «Μπήκαν στον συρμό που πήγαινε προς Νάιτσμπριτζ…»
Το παραπάνω σύντομο αστυνομικό διήγημα αποτελεί επανέκδοση του ομότιτλου διηγήματος του γράφοντος, που είχε δημοσιευτεί στο 7ο τεύχος (Φθινόπωρο 2002) του περιοδικού «Hack & Slash».
Πρόσφατα σχόλια